χάλκωμα

χάλκωμα
το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α [χαλκῶ]
σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό
νεοελλ.
(στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα
α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια
β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη ως προίκα
νεοελλ.-μσν.
χαλκός
αρχ.
1. χάλκινο αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀφελὼν τὸ πῶμα τοῦ χαλκώματος εἰς ζέον ὕδωρ ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὐτόν», Πλούτ.)
2. πλάκα, πινακίδα από χαλκό στην οποία χάραζαν υπομνήματα και άλλες σημειώσεις
3. (γενικά) πλάκα, πινακίδα από μέταλλο
4. χάλκινο έμβολο πλοίου («ἔλαβόν τε καὶ τὰ χαλκώματα τῶν Ἀγαθοκλέους νεῶν εἰς τὰς ἰδίας τριήρεις», Διόδ.)
5. μεταλλικό ηχείο τής λύρας
6. φρ. «ἀσπίδος τὸ χάλκωμα» — το χάλκινο μέρος τής ασπίδας (Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χάλκωμα — anything made of bronze neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλκωμα — το, ατος 1. χαλκός. 2. κατασκεύασμα από χαλκό, χάλκινο μαγειρικό σκεύος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκώνω — [χάλκωμα] Ν 1. (για χάλκινο σκεύος) οξειδώνομαι 2. (για τρόφιμο παρασκευασμένο ή μη) προσβάλλομαι, αλλοιώνομαι από τη σκωρία τού χαλκού 3. αποκτώ το πράσινο χρώμα τής σκωρίας τού χαλκού …   Dictionary of Greek

  • χαλκωμάτων — χάλκωμα anything made of bronze neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώμασι — χάλκωμα anything made of bronze neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώμασιν — χάλκωμα anything made of bronze neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώματα — χάλκωμα anything made of bronze neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώματι — χάλκωμα anything made of bronze neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώματος — χάλκωμα anything made of bronze neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”